δολοπλοκώ

δολοπλοκώ
(AM δολοπλοκῶ, -έω) [δολοπλόκος]
πλέκω δόλους, εξυφαίνω δόλια σχέδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντισκαιωρώ — ἀντισκαιωρῶ ( έω) (Μ) σκευωρώ, δολοπλοκώ κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σκαιωρώ, με την ίδια σημασία του συνθέτου] …   Dictionary of Greek

  • εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω …   Dictionary of Greek

  • μαγειρεύω — και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος] παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • μηχανοπλοκώ — μηχανοπλοκῶ, έω (Μ) εφευρίσκω δόλους, δολοπλοκώ, μηχανορραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πλοκῶ (< πλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ …   Dictionary of Greek

  • συνδολοπλοκώ — έω, Μ [δολοπλοκῶ] εξυφαίνω δόλια σχέδια από κοινού με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνυφαίνω — ΝΜΑ παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού») νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, η, ο μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • συνωμοτώ — έω, Ν [συνωμότης] 1. οργανώνω και μετέχω σε συνωμοσία 2. (κατ επέκτ.) εξυφαίνω μηχανορραφίες, δολοπλοκώ μαζί με άλλους για την εκτέλεση μιας ενέργειας εναντίον ενός τρίτου …   Dictionary of Greek

  • τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη …   Dictionary of Greek

  • υποβοθρεύω — Μ 1. σκάβω λάκκους 2. μτφ. υποσκάπτω κάποιον ή κάτι, δολοπλοκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βοθρεύω (< βόθρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”